- ἑπτάφθογγος
- ἑπτά-φθογγος, ον,A seven-toned,
κιθάρα E.Ion881
(lyr.);συμφωνία Nicom.Exc.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιθάρα E.Ion881
(lyr.);συμφωνία Nicom.Exc.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επτάφθογγος — ἑπτάφθογγος, ον (Α) ο επτάτονος … Dictionary of Greek
ἑπτάφθογγον — ἑπτάφθογγος seven toned masc/fem acc sg ἑπτάφθογγος seven toned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταφθόγγου — ἑπτάφθογγος seven toned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταφθόγγῳ — ἑπτάφθογγος seven toned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek